- τρύχνος
- ἡ, Αβλ. στρύχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρύχνος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνη — ἡ, Α στρύχνος, τρύχνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τρύχνος / στρύχνος*, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
στρύχνος — (solanum). Γένος φυτών (δέντρων, δεντρυλλίων ή θάμνων) της οικογένειας των Λογανιιδών (δικοτυλήδονα). Ο στρύχνος του Ιγνάτιου είναι ένας αναρριχώμενος θάμνος, ιθαγενής των Φιλιππίνων, του οποίου τα σπέρματα (τα κουκιά του αγίου Ιγνάτιου)… … Dictionary of Greek
τρύχνον — neut nom/voc/acc sg τρύχνος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνου — τρύχνον neut gen sg τρύχνος fem gen sg τρυχνόω pres imperat act 2nd sg τρυχνόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνων — τρύχνον neut gen pl τρύχνος fem gen pl τρυχνόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρυχνόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχνῳ — τρύχνον neut dat sg τρύχνος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)